συκῆς

συκῆς
σῡκῆς , συκάζω
gather
fut ind act 2nd sg (doric)
συκῆ
fig-tree
fem gen sg (attic epic ionic)
σῡκῆς , συκῆ
fig-tree
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

  • ACAPNA — ligna Graecis Latinisque, quae fumum non emittunt accensa, alias coctilia, Ulpiano l. 167. ff. de verbor. signific. ligna cocta ne fumum faciant: cuiusmodi tabernam pater Pertinacis Imperat. in Liguriâ exercuisse et coctilia parâsse ac vendidisse …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CICI — vel Ricinus, Hebr. Cicaion, inter herbas Aegypto peculiares Plinio, unde oleum ad lucernas confectum dicit, l. 15. c. 7. de oleo factitio: Proximum fit et e cici arbore in Aegypto copiosa: aliis Crotonem, aliis Sili, aliis Sesamm agreste… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κορωνοποδώδης — κορωνοποδώδης, ῶδες (Α) [κορωνόπους] αυτός που μοιάζει με τα πόδια τής κουρούνας («τὰ τῆς συκῆς [φύλλα] ὥσπερ ἂν εἴποι τις κορωνοποδώδη», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • ολονθοφόρος — ὀλονθοφόρος, ον (Α) αυτός που παράγει πρώιμα ή άγουρα σύκα («ἄλλο γένος συκῆς... ὀλονθοφόρον», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλονθος (ΙΙ) «άγουρο σύκο» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • πρωτερικός — ή, όν, ΜΑ πρόωρος, πρώιμος (α. «Σέλευκος δ ἐν γλώσσαις πρῳτερικήν φησι καλεῑσθαι γένος τι συκῆς», Αθήν. β. «πρῳτερικὸν παιδίον» πρόωρα ανεπτυγμένο παιδί, Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωίτερον, συγκριτ. βαθμός τού επιρρ. πρωΐ] …   Dictionary of Greek

  • φυλία — και φυλλία, ἡ, Α ονομασία διαφόρων φυτών (α. «φυλία ἐστὶν εἶδος ἀγριελαίας», Ησύχ. β. «... ἄλλοι συκῆς, οἱ δὲ εἶδος δένδρου ὅμοιον πρίνῳ», Ησύχ. γ. «φυλία εἶδος ἐλαίας, μυρρίνης ὅμοια φύλλα ἐχούσης», Σχόλ. Ομ. δ. «πᾱν ὅσον ἄκαρπον ἐλαίας, κότινον …   Dictionary of Greek

  • Αφετών, δήμος — Νέος δήμος (1.838 κάτ.) του νομού Μαγνησίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αφετών, Καλαμακίου, Λαμπινούς, Νεοχωρίου και Συκής, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Νεοχώριο …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Δημητριάδας και Αλμυρού, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα τον Βόλο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 134 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 188 κληρικοί. Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση, λειτουργούν οι αρχιερατικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”